- κυτταρολόγος
- ο , η биол цитолог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Παλάντε, Tζεόρτζε Εμίλ — (Palade). Αμερικανός βιολόγος και κυτταρολόγος. Γεννήθηκε στη Ρουμανία και τελείωσε το Ινστιτούτο του Βουκουρεστίου. Mέχρι το 1946 εργάστηκε στο Ινστιτούτο Ανατομίας στο Βουκουρέστι. Την ίδια χρονιά μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου διορίστηκε… … Dictionary of Greek